Η ζωή αφορά στις σχέσεις, έτσι η κοινότητα είναι σημαντική για τη μάθηση. Νομίζω ότι υπάρχει, σε αυτήν την κοινότητα, λογοδοσία. [Οι εκπαιδευόμενοι] γνωρίζουν ο ένας τον άλλον και γνωρίζουν τα πλεονεκτήματα και τις αδυναμίες τους. … [έτσι] αρχίζουν να ενδιαφέρονται ο ένας για τον άλλον όχι μόνο ως σπουδαστές, αλλά και ως άτομα. Ας ελπίσουμε ότι οι εκπαιδευόμενοι αναπτύσσουν κάποιες βαθιές σχέσεις με το χρόνο και ότι όταν «συμβαίνει η ζωή» ίσως μπορούν να εμπλακούν και να υποστηρίξουν και να ενθαρρύνουν … ” [συνέντευξη από Έλληνα εκπαιδευτή ενηλίκων]
Αντίσταση στο νεοφιλελεύθερο αφήγημα και ο ρόλος της του μαθησιακού περιβάλλοντος
Η δύναμη της αντίστασης στις νεοφιλελεύθερες αξίες στην εκπαίδευση ενηλίκων είναι ουσιαστικά τοποθετημένη με εκείνους που συμμετέχουν ενεργά και άμεσα σε αυτήν, δηλαδή τους εκπαιδευόμενους, τους εκπαιδευτές, τους οργανωτές. Στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στο επίπεδο ετοιμότητας για αλλαγή μέσω της ενδυνάμωσης, ιδίως στους εκπαιδευτές και τους εκπαιδευόμενους, και εξαρτάται από το αντικείμενο μάθησης και το είδος του προγράμματος στο οποίο όλοι συμμετέχουν και αλληλεπιδρούν. Εκφράζεται συνήθως μέσα σε μαθησιακά περιβάλλοντα όπου ασκείται συμμετοχικός διάλογος και χρησιμοποιούνται αναστοχαστικές μέθοδοι μάθησης. Παρόλα αυτά, αυτή η αντίσταση δεν είναι εύκολα ορατή ή αναγνωρίσιμη. Συνήθως η αντίσταση συμβαίνει “σιωπηρά” και δεν έχει άμεσο κοινωνικό όφελος, αφού περνάει απαρατήρητη εκτός από εκείνους που μοιράζονται την εμπειρία. Αυτός ο τύπος αντίστασης σχετίζεται με αυτό που οι Hollander & Einwohner (2004: 538) ορίζουν ως ένα είδος συνειδητής και σκόπιμης αντιπαράθεσης με στόχο της αναθεώρηση ή και την ολοκληρωτική απόρριψη κυρίαρχων αφηγημάτων. Πρόκειται για συνειδητή αμφισβήτηση της εξουσίας.
Ερευνητικό υπόβαθρο στο έργο EduMAP
Προκειμένου να αντισταθεί στη νεοφιλελεύθερη ρητορική σχετικά με την ανάγκη απόκτησης «εμπορεύσιμων» δεξιοτήτων και τον εργαλειακό χαρακτήρα της εκπαίδευσης, η εκπαίδευση των ενηλίκων οφείλει να αναμορφώσει το περιεχόμενο του προγράμματος σπουδών, τις εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες και τις παιδαγωγικές μεθόδους που είναι αποδεκτές για ένα ευρύ φάσμα πολιτιστικών κωδίκων και επικοινωνιακών πρακτικών. Οι εκπαιδευτικές οφείλουν όχι μόνο να λαμβάνουν υπόψη το διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο αλλά και να εντάσσουν ενεργά τους ενήλικους μαθητές σε εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες που θα λαμβάνουν υπόψη τις διαφορετικές ανάγκες των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Κατά συνέπεια, η εκπαίδευση των ενηλίκων θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μέσο γεφύρωσης του χάσματος μεταξύ ηγεμονικών και περιφερειακών πολιτισμικών αφηγημάτων, αλλά παραμένει ένα κρίσιμο ζήτημα: τι είδους εκπαιδευτικές δραστηριότητες είναι απαραίτητες για την ενθάρρυνση της ενεργού συμμετοχής των πολιτών στις κοινωνικές ομάδες που υφίστανται διακρίσεις, ώστε να μπορέσουν να ξεπεράσουν τα εμπόδια στην πολιτική, κοινωνική και οικονομική συμμετοχή των ατόμων που κινδυνεύουν από τον κοινωνικό αποκλεισμό; (Bagnall, 2010).
Στην έρευνα που διεξήχθη για το EduMAP με εκπαιδευτές ενηλίκων, υπεύθυνους για τη χάραξη πολιτικής και ευάλωτους νέους ενήλικους, είναι προφανές ότι η αντίσταση συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με την αποδοχή και τη φυσιογνωμία ορισμένων κυρίαρχων πολιτισμικών αντιλήψεων όπως η «κοινωνική ευπάθεια». Η έννοια της ευπάθειας φαίνεται να συγκεντρώνει τη μεγαλύτερη ποικιλία ερμηνειών. Κάποιοι νέοι ενήλικοι εκπαιδευόμενοι θεωρούν ότι τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής ευπάθειας δεν είναι συμβατά με τη δική τους κατάσταση και συνεπώς αρνούνται να αναγνωριστούν ως κοινωνικά ευπαθείς ή ευάλωτοι. Πιστεύουν ότι η ευπάθεια σχετίζεται περισσότερο με τους πρόσφυγες ή τους άστεγους, ή τους σωματικά ή/και πνευματικά ευπαθείς, κλπ. Για τους εκπαιδευτές ο όρος «ευπάθεια» αναφέρεται στην κατάσταση της αποδυνάμωσης που αντιμετωπίζουν πολλοί νέοι ενήλικοι λόγω των απότομων αλλαγών στη ζωή τους ή λόγω συγκεκριμένων μεταβάσεων. Αυτή η κατάσταση συνδέεται σε μεγάλο βαθμό για τους ίδιους με την αύξηση της ψυχολογικής πίεσης και / ή με διαταραχές της διάθεσης που μπορεί να προκαλέσουν ακραία και επίμονα συναισθήματα θλίψης, απελπισίας και ματαίωσης.
Ο όρος «ευπάθεια» χρησιμοποιήθηκε συχνά κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων, αλλά αυτό που ορίζεται με πολιτικούς ή ακαδημαϊκούς όρους, φαίνεται ότι δεν γίνεται αποδεκτή από τους νέους ενήλικους. Η αντίσταση στην αποδοχή και στην φυσικοποίηση κυρίαρχων πολιτικών εννοιών είναι μέρος μιας Φρειρεϊανής προσέγγισης της εκπαίδευσης με στόχο την ενδυνάμωση των εκπαιδευομένων με άμεσο στόχο την παραγωγή νοημάτων μέσω της κωδικοποίησης και αποκωδικοποίησης των υφιστάμενων όρων. Αυτό ουσιαστικά απαιτεί πρακτικές αναστοχασμού με στόχο την αναθεώρηση αλλά και την αντίσταση σε αυτό το οποίο ορίζεται με πολιτικούς όρους «ενεργός πολίτης» ως κάτι μετρήσιμο μέσω τους σαφούς προσδιορισμού προσδοκώμενων μαθησιακών αποτελεσμάτων. Η αντίσταση στις κυρίαρχες μορφές ανάπτυξης και παράδοσης προγραμμάτων σπουδών οφείλει να έχει επίσης προτεραιότητα από τους εκπαιδευτικούς ενηλίκων. Πολλοί ερωτηθέντες θεωρούν ότι ο άμεσος αλλά και ποικίλος και διαδραστικός τρόπος οργάνωσης της εκπαιδευτικής ρουτίνας είναι σημαντικός για τη συμμετοχή των νέων ενηλίκων, αλλά οι εκπαιδευτές πρέπει επίσης να συνειδητοποιήσουν και τους περιορισμούς στην εφαρμογή του καθώς και τις δικές τους ανεπάρκειες.
George K. Zarifis
Βιβλιογραφικές αναφορές
Hollander, J. A. & Einwohner, R. L. 2004 ‘Conceptualizing Resistance’, Sociological Forum, vol. 19, no. 4, pp.533-554.
Bagnall, R. 2010, ‘Citizenship and belonging as a moral imperative for lifelong learning’, International Journal of Lifelong Education, vol.29, no. 4, pp.449-460.
Comments